Αγιόγραφα

Αγιόγραφα
Βιβλία τα οποία αναφέρονται στη Βίβλο. Χαρακτηρίζονται έτσι από τους Έλληνες Πατέρες και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, σύμφωνα με τη μετάφραση του αντίστοιχου εβραϊκού όρου Ketubium, έντεκα βιβλία, τα οποία αποτελούν την τρίτη τάξη των βιβλίων του Ιουδαϊκού Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τορά — Εβραϊκός όρος που μεταφράζεται γενικά Νόμος, αλλά δεν έχει μόνο νομική έννοια· σημαίνει και διδασκαλία: με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα 5 πρώτα βιβλία της Βίβλου που, σύμφωνα με τους Εβραίους, περιλαμβάνουν την κατεξοχήν διδασκαλία του Θεού.… …   Dictionary of Greek

  • αγιόγραφος — η, ο (Α ἁγιόγραφος, ον) 1. αυτός που έχει γραφεί με θεία έμπνευση, θεόπνευστος 2. αυτός που έχει γραφεί από αγίους 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα Αγιόγραφα τίτλος τών ιστορικών βιβλίων τού εβραϊκού κανόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + γράφομαι] …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • ՍՐԲԱԳՐԵԱԼ — ( ) NBH 2 0758 Chronological Sequence: 8c ՍՐԲԱԳՐԵԱԼ կամ ՍՐԲԱԳՐԵՑԵԱԼ գիրք. տ. ՍՐԲԱԳԻՐՔ. ἀγιογράφα. *Ամենայն սրբազան եւ սրբագրեալ գիր: Սրբագրեցելովք եւ աստուածաբանականօք գրովք պարգեւեցան մեզ: Ի ձեռն պաշտօնէիցն՝ սրբագրեցելոցն գրոց լինին ընթերցմունք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • БИБЛИЯ. I. ОБЩИЕ СВЕДЕНИЯ — собрание ветхозаветных и новозаветных книг, написанных боговдохновенными авторами, принятое в христ. Церквах в качестве Свящ. Писания. В статье представлены основные историко текстологические аспекты формирования Б., ее рукописная традиция,… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”