Τορά — Εβραϊκός όρος που μεταφράζεται γενικά Νόμος, αλλά δεν έχει μόνο νομική έννοια· σημαίνει και διδασκαλία: με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα 5 πρώτα βιβλία της Βίβλου που, σύμφωνα με τους Εβραίους, περιλαμβάνουν την κατεξοχήν διδασκαλία του Θεού.… … Dictionary of Greek
αγιόγραφος — η, ο (Α ἁγιόγραφος, ον) 1. αυτός που έχει γραφεί με θεία έμπνευση, θεόπνευστος 2. αυτός που έχει γραφεί από αγίους 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα Αγιόγραφα τίτλος τών ιστορικών βιβλίων τού εβραϊκού κανόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + γράφομαι] … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
ՍՐԲԱԳՐԵԱԼ — ( ) NBH 2 0758 Chronological Sequence: 8c ՍՐԲԱԳՐԵԱԼ կամ ՍՐԲԱԳՐԵՑԵԱԼ գիրք. տ. ՍՐԲԱԳԻՐՔ. ἀγιογράφα. *Ամենայն սրբազան եւ սրբագրեալ գիր: Սրբագրեցելովք եւ աստուածաբանականօք գրովք պարգեւեցան մեզ: Ի ձեռն պաշտօնէիցն՝ սրբագրեցելոցն գրոց լինին ընթերցմունք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
БИБЛИЯ. I. ОБЩИЕ СВЕДЕНИЯ — собрание ветхозаветных и новозаветных книг, написанных боговдохновенными авторами, принятое в христ. Церквах в качестве Свящ. Писания. В статье представлены основные историко текстологические аспекты формирования Б., ее рукописная традиция,… … Православная энциклопедия